ὑποδέκτης

ὑποδέκτης
ὑποδέκ-της, ου, ,
A receiver, steward, a financial official, = καταπομπός, τῶν κελευσθέντων ἀπαιτηθῆναι PLips.ap. Wilcken Chr.43 intr. (iv A. D.); ἐσθῆτος, οἴνου, Stud.Pal.20.87.1, 91.1 (iv A. D.): abs., POxy.136.15 (vi A. D.), PLond.5.1667.1 (vi A. D.), Just.Nov.163.2, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποδέκτης — receiver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδέκτης — ὁ, ΜΑ [ὑποδέχομαι] ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή τών χρημάτων τού δημόσιου ταμείου αρχ. ο ὑποδοχεύς*, αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ὑποδέκται — ὑποδέκτης receiver masc nom/voc pl ὑποδέκτᾱͅ , ὑποδέκτης receiver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδεκτῶν — ὑποδέκτης receiver masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέκταις — ὑποδέκτης receiver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέκτην — ὑποδέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέκτα — ὑποδέκτᾱ , ὑποδέκτης receiver masc nom/voc/acc dual ὑποδέκτης receiver masc voc sg ὑποδέκτᾱ , ὑποδέκτης receiver masc gen sg (doric aeolic) ὑποδέκτης receiver masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέκτας — ὑποδέκτᾱς , ὑποδέκτης receiver masc acc pl ὑποδέκτᾱς , ὑποδέκτης receiver masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδεκτικός — ή, όν, Α [ὑποδέκτης] 1. κατάλληλος να δέχεται μέσα του κάτι για εναποθήκευση («ὑποδεκτικὸν ταρίχων ἀγγεῑον», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. φρ. «ὑποδεκτικὸν δεῑπνον» δείπνο υποδοχής, δείπνο για να καλωσορίσουν και να τιμήσουν κάποιον (Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • χρυσυποδέκτης — και χρυσοϋποδέκτης, ὁ, ΜΑ υπάλληλος που συγκέντρωνε φόρους οι οποίοι καταβάλλονταν σε χρυσό αρχ. τίτλος αξιωματούχου στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὑποδέκτης «ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή χρημάτων τού δημόσιου ταμείου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”